- πρώιον
- πρώιον, neut. adj. as adv., early in the morning, Il. 15.470†.
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό). 2010.
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό). 2010.
πρῶιον — πρῷον , πρώιος early masc acc sg (attic) πρῷον , πρώιος early neut nom/voc/acc sg (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πρώιον — πρώιος early masc acc sg πρώιος early neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πρώϊος — ΐα, ον, και αττ. τ. πρῷος, α, ον, Α [πρωΐ] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο πρωί ή αυτός που γίνεται κατά το πρωί, ο πρωινός 2. αυτός που γίνεται κατά την αρχή μιας χρονικής περιόδου, αυτός που γίνεται πολύ νωρίς, ο πρώιμος (α. «[ὁ στρατὸς]… … Dictionary of Greek